- χυτρίζω
- χυτρ-ίζω,A put in a pot: esp. expose a child in a pot, A.Fr.122, S.Fr.532, Pherecr.247.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυτρίζω — Α [χύτρα] τοποθετώ βρέφος μέσα σε χύτρα και τό εγκαταλείπω … Dictionary of Greek
καταχυτρίζω — (Α) εγχυτρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»] … Dictionary of Greek
περιχύτρισμα — τὸ, Α η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χυτρίζω] … Dictionary of Greek
χυτρισμός — ὁ, Α [χυτρίζω] εγκατάλειψη βρέφους μέσα σε χύτρα … Dictionary of Greek